Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: υπερεξουσία
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπερεξουσία η [ipereksusía] Ο25 (συνήθ. πληθ.) : εξουσία ενισχυμένη με δικαιοδοσίες που ξεπερνούν τα συνήθη θεσμοθετημένα όρια: Mε την αναθεώρηση του Συντάγματος καταργήθηκαν οι υπερεξουσίες του Προέδρου της Δημοκρατίας.

[λόγ. υπερ- + εξουσία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go