Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υπερβόρειος -α -ο [ipervórios] Ε6 : που βρίσκεται ή που κατοικεί στο βορειότερο σημείο της γης. || (ως ουσ.) οι Yπερβόρειοι, στην αρχαία ελληνική μυθολογία, κάτοικοι των βορειότατων χωρών.
[λόγ. επίθ. < αρχ. οἱ Ὑπερβόρειοι]



