Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: υπεραγορά
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπεραγορά η [iperaγorá] Ο24 : χαρακτηρισμός (συχνά για διαφημιστικούς λόγους) μεγάλου καταστήματος που πουλάει συνήθ. μια συγκεκριμένη κατηγορία αγαθών: ~ ηλεκτρικών ειδών / επίπλων.

[λόγ. υπερ- + αγορά μτφρδ. αγγλ. supermarket]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go