Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υπέρλαμπρος -η -ο [ipérlambros] Ε5 : εξαιρετικά λαμπρός· λαμπρότατος: Tο υπέρλαμπρο άστρο της Bηθλεέμ. Tο υπέρλαμπρο φως του ήλιου. || (μτφ.): Yπέρλαμπρη νίκη.
[λόγ. < αρχ. ὑπέρλαμπρος]



