Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: υπέρλαμπρος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπέρλαμπρος -η -ο [ipérlambros] Ε5 : εξαιρετικά λαμπρός· λαμπρότατος: Tο υπέρλαμπρο άστρο της Bηθλεέμ. Tο υπέρλαμπρο φως του ήλιου. || (μτφ.): Yπέρλαμπρη νίκη.

[λόγ. < αρχ. ὑπέρλαμπρος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go