Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υπέρθυρο το [ipérθiro] Ο41 : οριζόντια κατασκευή από ξύλο, πέτρα ή μάρμαρο, που κλείνει το επάνω μέρος ενός ανοίγματος (πόρτας ή παραθύρου) και συγκρατεί τα βάρη της υπερκείμενης τοιχοποιίας· ανώφλι, πρέκι.
[λόγ. < αρχ. ὑπέρθυρον]



