Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υδρόβιος -α -ο [iδróvios] Ε6 : που ζει ή που ευδοκιμεί μέσα ή πολύ κοντά στο νερό: Yδρόβιοι οργανισμοί. Yδρόβια φυτά / ζώα.
[λόγ. < μσν. υδρόβιος < υδρο- + -βιος]



