Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: υδρία
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υδρία η [iδría] Ο25 : (αρχαιολ.) μεγάλο αγγείο με στρογγυλή κοιλιά, πλατύ λαιμό και τρεις λαβές, δύο στα πλάγια και μία κάθετη, το οποίο χρησιμοποιούσαν κυρίως για τη μεταφορά νερού: Tαφική ~.

[λόγ. < αρχ. ὑδρία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go