Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: υγραντήρας
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υγραντήρας ο [iγrandíras] Ο2 : συσκευή που παράγει υδρατμούς για την ύγρανση της ξερής ατμόσφαιρας.

[λόγ. υγραν- (υγραίνω) -τήρας μτφρδ. αγγλ. moisturizer]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go