Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τυμπανικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τυμπανικός -ή -ό [timbanikós] Ε1 : 1. (ανατ.) που αναφέρεται στο τύμπανο του αυτιού: ~ υμένας. Tυμπανικό νεύρο. 2. (ιατρ.) ~ ήχος, χαρακτηριστικός οξύς ήχος που ακούγεται όταν ο γιατρός χτυπά με τα δάχτυλα ορισμένα σημεία του σώματος.

[λόγ. τύμπαν(ον) -ικός (πρβ. ελνστ. τυμπανικός `που ανήκει σε τύμπανο΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go