Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσόπερ το [tsóper] Ο (άκλ.) : είδος μοτοσικλέτας με υπερυψωμένο τιμόνι.
τσοπεράκι το YΠΟKΟΡ. [αγγλ. chopper]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσοπεράς ο [tsoperás] Ο1 : (λαϊκ.) οδηγός τσόπερ.
[τσόπερ -άς]



