Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τσουκάλι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσουκάλι το [tsukáli] Ο44 : α. πήλινο στρογγυλό και άβαθο σκεύος: Ένα ~ (με) γιαούρτι. β. (λαϊκότρ.) πήλινη χύτρα και με επέκταση, κατσαρόλα: Kάθε μέρα πρέπει να μπει το ~ στη φωτιά, για να γίνει φαγητό. Είναι μαύρος σαν ~, είναι μαυροτσούκαλο. τσουκαλάκι το YΠΟKΟΡ 1. μικρό τσουκάλι. 2. (παρωχ.) παιδικό δοχείο, καθοικάκι. τσουκάλα η MΕΓΕΘ.

[μσν. τσουκάλι ίσως < ιταλ. zucca `κολοκύθα΄ ή σλαβ. *tšukal (πρβ. βουλγ. čukalo `γουδί΄)· τσουκάλ(ι) μεγεθ. ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go