Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τσογλάνι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσογλάνι το [tsoγláni] Ο44 : (λαϊκ.) νεαρός κακής διαγωγής· παλιόπαιδο, αλήτης. || (επέκτ.) και για άτομο ώριμης ηλικίας. τσογλανάκι το YΠΟKΟΡ. τσόγλανος ο MΕΓΕΘ άνθρωπος πάρα πολύ κακής διαγωγής· αληταράς. τσογλαναράς ο MΕΓΕΘ άνθρωπος πάρα πολύ κακής διαγωγής· αληταράς.

[τουρκ. iç oğlanι `νεαρός στην υπηρεσία του παλατιού΄ με αποβ. του αρχικού άτ. φων.· τσογλάν(ι) μεγεθ. -ος, -αράς]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go