Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσινάρι το [tsinári] Ο44 : λαϊκός τύπος νεαρού ατόμου που είναι μοντέρνα αλλά πολύ κακόγουστα ντυμένος.
[παλ. σημ.: `πλατάνι΄ < τουρκ. çιnar -ι]
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[παλ. σημ.: `πλατάνι΄ < τουρκ. çιnar -ι]
| © 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |