Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τσιμεντόλιθος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσιμεντόλιθος ο [tsimendóliθos] Ο20 : είδος μεγάλου τούβλου από τσιμέντο, άμμο και χαλίκι.

[τσιμέντ(ο) -ο- + λίθος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go