Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσιμεντοκονία
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσιμεντοκονία η [tsimendokonía] Ο25 : κονίαμα που έχει ως βάση το τσιμέντο.

[λόγ. τσιμέντ(ο) -ο- + κονία κατά το αμμοκονία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες