Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσιμένι το [tsiméni] Ο44 : ουσία με την οποία καλύπτουν τον παστουρμά.
[τουρκ. çemen (από τα αρμεν.) -ι με τροπή [tse > tsi] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.: τσελίκι - τσιλίκι ]



