Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τσιλιαδόρος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσιλιαδόρος ο [tsilaδóros] Ο18 : (οικ.) αυτός που κρατάει τσίλιες.

[τσί λι(α) -αδόρος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go