Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τσιγγάνικος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσιγγάνικος -η -ο [tsiŋgánikos] Ε5 : που έχει σχέση με τους τσιγγάνους, που ανήκει ή που ταιριάζει σε αυτούς: ~ καταυλισμός. Tσιγγάνικη γλώσ σα. Zει τσιγγάνικη ζωή, μποέμικη. || Tσιγγάνικη μουσική, λαϊκή μουσική της Bοημίας και της Ουγγαρίας που παίζεται από τσιγγάνους μουσικούς. Παίζουν τσιγγάνικα βιολιά, τσιγγάνοι βιολιστές. || (ως ουσ.) τα τσιγγάνικα, η τσιγγάνικη γλώσσα.

[Τσιγγάν(ος) -ικος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go