Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τσαούσης
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσαούσης ο [tsaúsis] Ο11 θηλ. τσαούσα [tsaúsa] Ο25α στη σημ. 2 : 1. βαθμός υπαξιωματικού του οθωμανικού στρατού. 2. (μτφ., οικ.) για άνθρωπο πεισματάρη, απαιτητικό και δυναμικό: Aυτή η μικρή είναι μια τσαούσα!

[μσν. τσαούσης < τουρκ. çavus -ης (χαλαρή άρθρ. του μεσοφ. [v] στα τουρκ.)· τσαούσ(ης) -α]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go