Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τσαμπουκαλής
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσαμπουκαλής ο [tsabukalís] Ο8 θηλ. τσαμπουκαλού [tsabukalú] Ο37 : (λαϊκ.) άνθρωπος καβγατζής και προκλητικός.

[τουρκ. çabukalι -ς· τσαμουκαλ(ής) -ού]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go