Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τσαμπάσης
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσαμπάσης ο [tsambásis] Ο11 : (λαϊκότρ.) ζωέμπορος, κυρίως αλόγων.

[τουρκ. cambaz -ης με αποηχηροπ. του αρχικού [dz > ts] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go