Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τσαγανός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσαγανός ο [tsaγanós] Ο17 : (παρωχ.) κάβουρας. ΦΡ έχει (μέσα του) τσαγανό, είναι πολύ δραστήριος και δυναμικός.

[μσν. τσαγανός < τουρκ. çağanoz]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go