Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσίρος ο [tsíros] Ο18 : 1. άπαχο σκουμπρί αποξηραμένο στον ήλιο. 2. (μτφ., οικ.) για άνθρωπο πολύ αδύνατο, ξερακιανό: Έγινε ~ / σαν τον τσίρο από την αδυναμία.
[μσν. τσίρος ίσως < ελνστ. κιρρίς]



