Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσάμπουρο το [tsámburo] Ο41 : το κεντρικό κοτσάνι του τσαμπιού με τις διακλαδώσεις του, όταν αφαιρέσουν τις ρώγες: Tα πουλιά έφαγαν τα σταφύλια από το κλήμα κι έμειναν τα τσάμπουρα.
[τσαμπ(ί) + ουρ(ά) -ο(;)]



