Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τρυφερούδι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τρυφερούδι το [triferúδi] Ο44 : χαρακτηρισμός νεαρού ατόμου· τρυφερή ύπαρξη.

[τρυφερ(ός) -ούδι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go