Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τροχάδην
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τροχάδην [troxáδin] επίρρ. τροπ. : 1α. τρέχοντας: Έφυγε ~. β. στη γυμναστική, παράγγελμα για τρέξιμο με μέτρια ταχύτητα. γ. (ως ουσ.) το τροχάδην: H ώρα της γυμναστικής άρχισε με ένα ελαφρό ~. 2. (μτφ.) βιαστικά, γρήγορα· ΣYN επιτροχάδην: Διάβασα το κείμενο ~ και δεν πρόσεξα τις λεπτομέρειες.

[λόγ. < ελνστ. τροχάδην (στη σημ. 1)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες