Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τροφοσυλλέκτης ο [trofosiléktis] Ο10 : (εθνολ.) χαρακτηρισμός μέλους πρωτόγονης ομάδας ανθρώπων, που ζούσε από τις ρίζες των φυτών, από τους καρπούς των δέντρων και από τις ωμές σάρκες των ζώων που σκότωνε.
[λόγ. τροφ(ή) -ο- + συλλέκτης μτφρδ. αγγλ. food-gatherer]



