Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τρομοκράτηση η [tromokrátisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του τρομοκρατώ: H ~ της υπαίθρου από ληστρικές ομάδες. H ~ των μαθητών με την απειλή της αποβολής, εκφοβισμός.
[λόγ. τρομοκρατη- (τρομοκρατώ) -σις > -ση]



