Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τριχρωμία η [trixromía] Ο25 : α. η ιδιότητα του τρίχρωμου, η ύπαρξη τριών χρωμάτων: H ~ της γαλλικής σημαίας. β. μέθοδος τυπογραφικής αναπαραγωγής μιας εικόνας με τρία χρώματα δηλαδή κίτρινο, κόκκινο και μπλε. || (επέκτ.) εικόνα που τυπώθηκε με την παραπάνω μέθοδο.
[λόγ.: α: τρίχρωμ(ος) -ία· β: σημδ. γαλλ. trichromie < ελνστ. τρίχρωμ(ος) -ie = -ία]



