Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τριτογενής -ής -ές
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τριτογενής -ής -ές [tritojenís] Ε10 : που έρχεται τρίτος σε μια εξελικτική σειρά. α. (οικον.) ~ τομέας παραγωγής, εμπόριο και προσφορά υπηρεσιών. β. (γεωλ.) ~ περίοδος, η αρχαιότερη από τις δύο περιόδους του καινοζωικού αιώνα στην ιστορία της γης.

[λόγ. τριτο- + -γενής σφαλερή δημιουργία κατά τα γηγενής, ιθαγενής απόδ. γαλλ. tertiaire]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go