Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τρισμέγιστος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τρισμέγιστος -η -ο [trizméjistos] Ε5 : (λόγ., λογοτ.) πάρα πολύ μεγάλος, σπουδαίος.

[λόγ. < ελνστ. τρισμέγιστος (για τον Ερμή)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go