Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τρισέγγονος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τρισέγγονος ο [triséŋgonos] Ο20 θηλ. τρισεγγονή [triseŋgoní] Ο29 : ο γιος του δισέγγονου ή της δισεγγονής κάποιου: Ο ~ είναι απόγονος τέταρτης γενιάς.

[μσν. τρισέγγονος < τρισ- + εγγονός· τρισ- + εγγονή (πρβ. μσν. τρισεγγόνη)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες