Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τριοξείδιο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τριοξείδιο το [trioksíδio] Ο40 : (χημ.) για χημική ένωση που το μόριό της περιέχει τρία άτομα οξυγόνου: ~ του θείου.

[λόγ. < γαλλ. trioxyde < tri- = τρι- 1 + oxyde = οξείδιον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go