Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τριοξείδιο το [trioksíδio] Ο40 : (χημ.) για χημική ένωση που το μόριό της περιέχει τρία άτομα οξυγόνου: ~ του θείου.
[λόγ. < γαλλ. trioxyde < tri- = τρι- 1 + oxyde = οξείδιον]



