Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τριμηνιαίος -α -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τριμηνιαίος -α -ο [triminiéos] Ε4 : που γίνεται κάθε τρεις μήνες, που αντιστοιχεί σε χρονικό διάστημα τριών μηνών. || (ειδικότ.) α. για έντυπο που εκδίδεται κάθε τρεις μήνες: Tριμηνιαίο περιοδικό. β. για χρηματικό ποσό που καταβάλλεται κάθε τρεις μήνες: Tριμηνιαία δόση.

[λόγ.: α: αρχ. τριμηνιαῖος· β: σημδ. γαλλ. trimestriel, trimestre (tri- = τρι- 1)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go