Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τρικούβερτος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τρικούβερτος -η -ο [trikúvertos] Ε5 : που τον χαρακτηρίζει μεγάλη ένταση και διάρκεια, κυρίως με ουσιαστικά που δηλώνουν συμπλοκή ή ψυχαγωγική συγκέντρωση: Έστησαν καβγά τρικούβερτο. Έπιασαν τρικούβερτο χορό. Έγινε ~ γάμος. Έγινε τρικούβερτο γλέντι.

[τρι- 2 + κουβέρτ(α) 2 -ος (αρχική σημ. για πολύ μεγάλο καράβι)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go