Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τρικέρι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τρικέρι το [trikéri] Ο44 & τρίκερο το [tríkero] Ο41 : κηροπήγιο για τρία κεριά.

[μσν. τρικέριον < τρικήριον < τρι- 1 + κηρίον (δες στο κερί) κατά την εξέλ. κηρίον > κερί· τρι- 1 + κερ(ί) -ο]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go