Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τριζάτος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τριζάτος -η -ο [trizátos] Ε3 : α. που τρίζει. β. (μτφ., οικ.) καινούριος: Tριζάτα παπούτσια. || (επέκτ.) για άνθρωπο που είναι ντυμένος με καινούρια ρούχα, που η εμφάνισή του είναι πολύ φροντισμένη: Εμφανίστηκε ~ στην εκδήλωση.

[τρίζ(ω) -άτος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go