Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τραπεζοκόμος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τραπεζοκόμος ο [trapezokómos] Ο18 θηλ. τραπεζοκόμος [trapezokó mos] Ο35 & τραπεζοκόμα [trapezokóma] Ο25 : πρόσωπο που έχει αναλάβει το στρώσιμο του τραπεζιού και την εξυπηρέτηση αυτών που κάθονται στο τραπέζι, συνήθ. σε ιδρύματα, στρατώνες κτλ.

[λόγ. < ελνστ. τραπεζοκόμος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· τραπεζοκόμ(ος) -α]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go