Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τραγοπόδαρος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τραγοπόδαρος -η -ο [traγopóδaros] Ε5 : 1. (συνήθ. ως χαρακτηρισμός του Πάνα) που έχει πόδια τράγου. 2. (μτφ., οικ.) γρουσούζης, κατσικοπόδαρος.

[τράγ(ος) -ο- + ποδάρ(ι) -ος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go