Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τρίχρονος 1 -η -ο [tríxronos] Ε5 : 1. που έχει ηλικία τριών ετών: Ένα τρίχρονο αγοράκι. 2. που διαρκεί τρία χρόνια· τριετής: Tρίχρονη απουσία / εκπαίδευση.
[τρι- 1 + χρόν(ια, χρόνος) -ος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τρίχρονος 2 -η -ο : που έχει τρεις μετρικούς χρόνους.
[λόγ. < ελνστ. τρίχρονος]



