Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τρίεδρος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τρίεδρος -η -ο [tríeδros] Ε5 : που έχει τρεις έδρες, που σχηματίζεται από τρία επίπεδα: Tρίεδρη γωνία. || (ως ουσ.) το τρίεδρο, τρίεδρο σχήμα.

[λόγ. < γαλλ. trièdre < tri- = τρι- 1 + αρχ. ἕδρ(α) -ος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go