Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τρίδυμος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τρίδυμος -η -ο [tríδimos] Ε5 : 1. που γεννήθηκε μαζί με άλλα δύο αδέλφια από την ίδια εγκυμοσύνη: Γέννησε τρίδυμα κορίτσια. || (ιατρ.) τρίδυ μη κύηση, με τρία έμβρυα. || (ως ουσ.): Tα τρίδυμα έχουν συνήθως καταπληκτική ομοιότητα. 2α. που αποτελείται από τρία όμοια στοιχεία: Tρίδυ μο νεύρο, που περνάει από το πρόσωπο, τη γλώσσα και τα δόντια με τριπλή διακλάδωση. Tο τρίδυμο λαχείο, σύστημα στην κλήρωση λαχείου. β. (ως ουσ.) β1. (ανατ.) το τρίδυμο: Nευραλγία του τριδύμου. β2. (οικ.) για ομάδα τριών ατόμων που συνεργάζονται στενά.

[ελνστ. τρίδυμος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go