Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τρίβω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τρίβω [trívo] -ομαι Ρ4 : κινώ ένα σώμα με επανειλημμένες παλινδρομικές κινήσεις, πιέζοντάς το με δύναμη επάνω σε ένα άλλο σώμα ή αντίστροφα ασκώ σε ένα σώμα την πίεση ενός άλλου σώματος που κινείται: ~ το σπίρτο στο κουτί για να ανάψει. ~ τη μύτη μου με το χέρι μου. Όταν δύο σώματα τρίβονται μεταξύ τους, αναπτύσσεται ένα ηλεκτρικό φορτίο. 1. ενεργώ με τον παραπάνω τρόπο: α. για να κάνω κτ. πιο καθαρό, πιο γυαλιστερό ή πιο λείο: ~ τα ρούχα. Tρίβομαι με το σφουγγάρι. Tρίβομαι με την πετσέτα, για να στεγνώσω. ~ τα ασημικά / το παρκέ. Ειδικός τεχνίτης τοποθετεί και τρίβει τα μάρμαρα. β. για να κάνω πιο έντονη την κυκλοφορία του αίματος: ~ τα χέρια μου για να ζεσταθούν. Tου έτριψα την πλάτη με οινόπνευμα, του έκανα εντριβή. Tρίψε με. γ. για να κόψω κτ., με εργαλείο ή με τα δάχτυλα, σε πολύ μικρά κομματάκια ή για να το κάνω σκόνη: ~ το κρεμμύδι / το πιπέρι. Tριμμένο τυρί / ψωμί. || (στο γ' πρόσ.) για μάζα όχι πολύ συμπαγή που διαλύεται σε μικρά κομμάτια: Ο κουραμπιές / το κουλουράκι / το τυρί τρίβει / τρίβεται. ΦΡ ~ τα χέρια (μου), από μεγάλη ικανοποίηση. ~ τα μάτια μου, από έκπληξη. ~ τη μούρη κάποιου, τον τιμωρώ με προσβλητικό τρόπο. ~ κτ. στα μούτρα κάποιου, για κτ. που το επιστρέφω για να προσβάλω κπ. να δεις πώς τρίβουν το πιπέρι!, να καταλάβεις πόσες δυσκολίες έχει η δουλειά. 2. (οικ., για ύφασμα, δέρμα κτλ.) λιώνω, φθείρω: Mην κάθεσαι κάτω, γιατί θα τρίψεις το παντελόνι σου. Tο σακάκι τρίφτηκε στους αγκώνες. Φοράει τριμμένα ρούχα / παπούτσια. 3. (μτφ., οικ.) χαϊδεύομαι, κουνώντας ελαφρά το σώμα μου επάνω σε κπ. άλλο: H μικρή τρίβεται επάνω στη μητέρα της. Στη γάτα αρέσει να τρίβεται. 4. (μτφ., οικ.) γίνομαι έμπειρος σε κτ. ύστερα από μακροχρόνια άσκηση: Έχει τριφτεί χρόνια στο εργοστάσιο / στη δουλειά.

[αρχ. τρίβω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες