Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τράμπα
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τράμπα η [trámba] Ο25α : (λαϊκότρ.) ανταλλαγή εμπορευμάτων και γενικότερα κάθε ανταλλαγή: Kάνω ~.

[τουρκ. trampa < ιταλ. (διαλεκτ.) trampa `εξαπάτηση΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τραμπάκουλο το [trabákulo] Ο41 : 1. ογκώδες και αργοκίνητο ιστιοφόρο που έμοιαζε με μπρατσέρα. || (επέκτ.) καράβι παλιό και όχι καλά συντηρημένο· σαπιοκάραβο. 2. (μτφ., οικ., μειωτ.) χοντρή γυναίκα που βαδίζει αργά και δύσκολα σαν να κουτσαίνει.

[βεν. trabacolo ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του [l] )]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τραμπάλα η [trambála] Ο25 : παιδικό παιχνίδι ανοιχτών χώρων, που αποτελείται από ένα δοκάρι του οποίου το κέντρο στερεώνεται σε μία βάση, έτσι ώστε να μπορεί να ταλαντώνεται, και που σε κάθε άκρη του κάθεται ένα παιδί: Kάνω ~.

[ιταλ. traballa γ' εν. του trabbalare `ταλαντεύομαι΄ ή γ' εν. του βεν. trambalar `παραπαίω από αδυναμία΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τραμπαλίζομαι [trambalízome] Ρ2.1β : κάνω τραμπάλα, κουνιέμαι στην τραμπάλα. || κουνιέμαι πέρα δώθε.

[τραμπάλ(α) -ίζομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες