Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τουρκόφιλος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τουρκόφιλος -η -ο [turkófilos] Ε5 : που υποστηρίζει ή ευνοεί τους Tούρκους· φιλοτουρκικός: Tουρκόφιλη πολιτική. || (ως ουσ.).

[λόγ. Τούρκ(ος) -ο- + -φιλος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go