Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τουρκόσπορος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τουρκόσπορος ο [turkósporos] Ο20 : (υβρ.) α. για κπ. που έχει Tούρκο πατέρα και χριστιανή μητέρα. β. (παρωχ.) χαρακτηρισμός που χρησιμοποιήθηκε παλαιότερα για Έλληνα που καταγόταν από τουρκικές ή τουρκοκρατούμενες περιοχές.

[Τούρκ(ος) -ο- + σπόρος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go