Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τουρκομπαρόκ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τουρκομπαρόκ το [turkobarók] Ο (άκλ.) : 1. τεχνοτροπία που αναπτύχθηκε στο χώρο της Οθωμανικής Aυτοκρατορίας κατά το 18ο αι. και που αποτελεί μια σύνθεση στοιχείων μπαρόκ της Δυτικής Ευρώπης με τα ντόπια στοιχεία της οθωμανικής τέχνης. 2. (μειωτ.) για να χαρακτηρίσουμε κτ. κακόγουστο.

[λόγ. τουρκ(ικός) -ο- + μπαρόκ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go