Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τουλούπα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τουλούπα η [tulúpa] Ο25 : 1. τούφα από μαλλί ή από βαμβάκι έτοιμο για γνέσιμο: Έβαλε την ~ στη ρόκα της. 2. για κτ. που έχει στρογγυλή και αραιή μάζα: Tο χιόνι έπεφτε τουλούπες τουλούπες, σε χοντρές νιφάδες. Aπό το στόμα του έβγαιναν μικρές τουλούπες καπνού. Ο ουρανός γέμισε άσπρες τουλούπες / άσπρα σύννεφα σαν τουλούπες.

[αρχ. τολύπ(η) μεταπλ. ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [p] και του [l] )]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go