Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τοτεμισμός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τοτεμισμός ο [totemizmós] Ο17 : 1. η πίστη σε τοτέμ και το σύνολο των δοξασιών και των εθίμων που έχουν σχέση με αυτά: Ο ~ αποτελεί μια πρωτόγονη μορφή θρησκείας. 2. κοινωνική διαίρεση και οργάνωση που στηρίζεται στην ύπαρξη των τοτέμ.

[λόγ. < αγγλ. totemism (ή μέσω του γαλλ. totemisme) (-ism, -isme = -ισμός)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go