Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τορνευτός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τορνευτός -ή -ό [torneftós] Ε1 : 1. για κτ. που το έχουν κατεργαστεί στον τόρνο και με επέκταση, που το έχουν δουλέψει με τέχνη: Tορνευτές πόρτες. Tορνευτά σκαλίσματα. 2. (μτφ., συνήθ. για μέρη του σώματος) καλλίγραμμος, καλοφτιαγμένος: Tορνευτές κνήμες / γάμπες. Tορνευτά δάχτυλα. || για λογοτεχνικό ύφος κομψό και περιποιημένο: ~ λόγος. τορνευτά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. τορνευτός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go